πολύγαμοι

πολύγαμοι
πολύγαμος
often-married
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξανθόκερας — (xanthoceras bunge). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των σαπινδιδών, με το μοναδικό είδος ξ. π σορβόφυλλος. Είναι θάμνος φυλλοβόλος, ύψους 4 5 εκ. με φύλλα επαλλάσσοντα, μήκους 15 30 εκ. Τα άνθη του είναι βότρυς πολύγαμοι στο μήκος των 15 20 εκ …   Dictionary of Greek

  • Απάτσι ή Απάχες — (Apaches). Αυτόχθονες της Bόρειας Αμερικής που κατοικούσαν, πριν από την κατάκτηση των λευκών, στις περιοχές που είναι σήμερα γνωστές ως Αριζόνα και Νιου Μέξικο, και ακόμα στο δυτικό Τέξας, στο βορειοδυτικό Μεξικό και σε μια μικρή περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Τιμόρ — (Timor). Νησί της Ινδονησίας (έκτ. 48.909 τ. χλμ., 3.383.490 κάτ.). Βρίσκεται στη νοτιοανατολική περιοχή του αρχιπελάγους. Γεωλογικά το νησί αποτελείται κυρίως από πετρώματα του παλαιοζωικού αιώνα. Έχει υψηλή θερμοκρασία και συχνές βροχοπτώσεις.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”